τζούτα

τζούτα
η, Ν
1. βοτ. το φυτό γιούτα ή ιούτα
2. κλωστική ίνα από γιούτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jute (< αρχ. ινδ. juta «μπερδεμένο μαλλί»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιούτα — και γιούτα και τζούτα, η ετήσιο φυτό τού γένους κόρχορος, καθώς και οι κλωστικές ίνες που εξάγονται από τον βλαστό του και αποτελούν πρώτη ύλη τής κλωστοϋφαντουργίας, από την οποία κατασκευάζονται σάκοι και υφάσματα συσκευασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”